ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ
18 ΑΠΡΙΛΙΟΥ-26 ΜΑΪΟΥ 1834
Η επιβολή της απόλυτης μοναρχίαςΜετά τη συνταγματική κοσμογονία της εθνικής παλιγγενεσίας (από το «πολίτευμα της Επιδαύρου» έως το «Ηγεμονικό» Σύνταγμα, 1822-1832), οι Έλληνες υποχρεώθηκαν στην περίοδο 1833-1843 να υποστούν μια μοναρχική διακυβέρνηση, χωρίς νομικούς περιορισμούς και χωρίς θεσμική εξασφάλιση των δικαιωμάτων τους.
Η απόλυτη μοναρχία δεν στηριζόταν σε απόφαση των αντιπροσώπων του έθνους, αλλά στη Διεθνή Συνθήκη του Λονδίνου της 25ης Απριλίου/7ης Μαΐου 1832. Σύμφωνα με αυτήν τη συνθήκη την οποία υπέγραψαν οι τρεις προστάτιδες δυνάμεις και το ανεξάρτητο κράτος της Βαυαρίας, η Γαλλία, η Αγγλία και η Ρωσία είχαν αναγνωρίσει την «ανεξαρτησία» του μικρού ελληνικού κράτους και... πρόσφεραν «τη διαδοχικήν κυριαρχίαν της Ελλάδος» στον Όθωνα, «δυνάμει της προς αυτάς προσηκόντως δοθείσης πληρεξουσιότητας υπό του Ελληνικού Έθνους». Επιπλέον, οι Μεγάλες Δυνάμεις: (α) Εξουσιοδοτούσαν τον Λουδοβίκο της Βαυαρίας να διορίσει τριμελή «Αντιβασιλεία» που θα ασκούσε τα «κυριαρχικά δικαιώματα» του Όθωνα έως την ενηλικίωση του, δηλαδή έως την 1η Ιουνίου 1835 (οπότε θα συμπλήρωνε το 20ό έτος της ηλικίας του) και (β) Αναλάμβαναν να εγγυηθούν για την αποπληρωμή των ξένων δανείων, αυτής της «μαύρης τρύπας» της ελληνικής οικονομίας. (Το οφειλόμενο ποσό ανερχόταν τότε στα 60.000.000 φράγκα.)
Αυτά προέβλεπε σε βασικές γραμμές η Συνθήκη που καθόρισε την υπόσταση αλλά και τη δυναμική και την προοπτική του νεοελληνικού κράτους.
Εξίσου σημαντικά όμως ήταν και τα σημεία ως προς τα οποία οι «εγγυήτριες» Δυνάμεις τηρούσαν μια εύγλωττη σιωπή: Απέφευγαν να κάνουν αναφορά στο Σύνταγμα και δεν διευκρίνιζαν αν η συνθήκη έπρεπε να επικυρωθεί από ένα αντιπροσωπευτικό σώμα των ... ανεξάρτητων πλέον Ελλήνων. Η «επικύρωση» της εκλογής του Όθωνα από την «Δ' κατά συνέχεια Εθνική Συνέλευση» θεωρήθηκε ότι δεν «νομιμοποιούσε» τη Συνθήκη.
- Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης καταδικάζεται εις θάνατον για το ταπεινωτικό αδίκημα της εσχάτης προδοσίας. (Άρθρο 2 εδαφίου Α΄ και εδάφιο Γοε του Εγκληματικού Απανθίσματος και άρθρο 2 του από 9 (21) Φεβρουαρίου 1833 Βασιλικού Διατάγματος).
Πριν περάσουν επτά μήνες από την έλευση του Όθωνα (και ενώ από τις πρώτες κιόλας ημέρες της ανάληψης της εξουσίας από την Αντιβασιλεία διαφάνηκαν οι αντιθέσεις μεταξύ των μελών της, με τις άμετρες φιλοδοξίες του Άρμανσμπεργκ να οδηγούν στην συσπείρωση των Μάουρερ, Χάϊντεκ και Άμπελ εναντίον του), τον Σε-πτέμβριο του 1833 ο λαοφιλής ήρωας του Αγώνα της Ανεξαρτησίας, ο Θ. Κολοκοτρώνης (μαζί με τον γιο του Γενναίο, τον Α. Πλαπούτα, τον Κ. Τζαβέλα και άλλους αγωνιστές του 1821) συνελήφθη ως ύποπτος «συνωμοσίας» για ανατροπή του καθεστώτος και κλείστηκε στις φυλακές της Ακροναυπλίας. «Εγύρισα οπίσω εις το Ανάπλι», γράφει στα Απομνημονεύματα του ο Θ. Κολοκοτρώνης «πήγα, εχαιρέτησα τον βασιλέα, την αντιβασιλεία, τους είδα μουδιασμένους, πλην δεν εκατάλαβα τίποτα. Έμεινα εις το περιβόλι μου. Εκεί ήλθε την νύκτα, εις τας 7 Σεπτεμβρίου, και με επήρε ο Κλεόπας μοίραρχος με 40 χωροφύλακες και με επήγε εις το Ιτζκαλέ (...) και μ' έβαλαν 6 μήνες μυστική φυλακή χωρίς να ιδώ άνθρωπο. Δεν ήξευρα τι γίνεται για έξη μήνες...».
Ως αφετηρία της «συνωμοσίας» του Κολο¬κοτρώνη θεωρήθηκε η ενέργεια του να εκφράσει σε επιστολή προς τον Υπουργό των Εξωτερικών της Ρωσίας, Νέσελροδ (3 Φεβρουαρίου 1833), την ανησυχία του για την εκκλησιαστική πολιτική της Αντιβασιλείας. Στην απάντηση του (11 Ιουλίου 1833) ο κόμης Νέσελροδ συμβούλευε, εξ ονόματος του τσάρου, να συσπειρωθούν οι Έλληνες γύρω από τον θρόνο και τη θρησκεία τους. Η επιστολή αξιολογήθηκε ως ένδειξη αυξημένου ρωσικού ενδιαφέροντος και φιλικών δεσμών του Κολοκοτρώνη με τη ρωσική Αυλή, ενώ οι οπαδοί του ρωσικού κόμματος κυκλοφόρησαν προς υπογραφή κείμενο με το οποίο ζητούσαν ανάκληση της Αντιβασιλείας και ανάληψη των βασιλικών καθηκόντων από τον Όθωνα. Σύμφωνα με το «κατηγορητήριο» (7 Μαρτίου 1834) οι Κολοκοτρώνης, Πλαπούτας κλπ. είχαν οργανώσει την άνοιξη και το καλοκαίρι του 1833 και είχαν από κοινού κατευθύνει «συνωμοσία», με στόχο να παρασύρουν τους υπηκόους του βασιλιά σε ληστείες και σε εμφύλια διαμάχη, για να ανατρέψουν έτσι την καθεστηκυία τάξη. Ήταν, συνεπώς ένοχοι και θα έπρεπε να τους επιβληθεί η «εσχάτη των ποινών».
Στο οκτάμηνο διάστημα που μεσολάβησε ανάμεσα στη φυλάκιση (Σεπτέμβριος 1833) και στη δίκη (Μάιος 1834) του θ. Κολοκοτρώνη δημιουργήθηκαν σημαντικές πολιτικές ανακατατάξεις (αποχώρησαν από το Υπουργικό Συμβούλιο οι Τρικούπης, Πραΐδης, και Ψύλλας και ορίστηκε νέο Υπουργικό Συμβούλιο υπό την προεδρία του Αλ. Μαυροκορδάτου, ενώ παράλληλα εκδηλώθηκε κρίση στους κόλπους της Αντιβασιλείας, με αποτέλεσμα να ανακληθούν ο Μάουρερ και ο Αμπελ και να μείνει μόνος κυρίαρχος στο «συγκρότημα» της εξουσίας μέχρι τον Μάιο του 1835 ο Άρμανσμπεργκ). Η Αντιβασιλεία πέτυχε τελικά την εις θάνατον καταδίκη του θ. Κολοκοτρώνη, μια καταδίκη που συνιστούσε γι’ αυτήν όπως έχει παρατηρήσει ο Κατακάζυ «πολιτική αναγκαιότητα που έπρεπε να επιτευχθεί με οποιονδήποτε τρόπο». Όμως, επρόκειτο ουσιαστικά για «πύρρειο νίκη» της Αντιβασιλείας, αφού τελικά το κύρος της μειώθηκε αποφασιστικά: Δύο από τα πέντε μέλη του «διατεταγμένου» δικαστηρίου, ο Α. Πολυζωίδης και ο Γ. Τερτσέτης, δεν δίστασαν να ψηφίσουν, («γράφοντας έτσι Ιστορία»), εναντίον της καταδίκης, με αποτέλεσμα να απολυθούν. Ο Αλ. Μαυροκορδάτος παύτηκε από το Υπουργικό Συμβούλιο, επειδή επέκρινε απροκάλυπτα τον διαβλητό τρόπο διεξαγωγής της δίκης και η εφημερίδα Αθηνά τιμωρήθηκε για τα τολμηρά εναντίον της δίκης δημοσιεύματα της: Καταδικάστηκε για παραβίαση της τυποκτόνου νομοθεσίας. Τελικά, θα χρειαστεί η επέμβαση του Βασιλιά για να μετατραπούν οι θανατικές καταδίκες των Θ. Κολοκοτρώνη, Α. Πλαπούτα σε ποινές φυλάκισης. Στα μάτια, όμως, της ελληνικής κοινής γνώμης, οι δύο αγωνιστές της Επανάστασης θεωρήθηκαν θύματα της Βαυαρο-κρατίας και των πολιτικών τους αντι-πάλων και το γόητρο της Αντιβασιλείας μειώθηκε ανεπανόρθωτα.
Σκοπός της παρούσης μελέτης, βέβαια, δεν είναι τόσο η αδιαμφισβήτητα εν-διαφέρουσα ιστορική ανασκόπηση της δίκης, αλλά οι νομικές πτυχές αυτής, καθώς, ο γράφων την παρούσα εστί νομικός της πράξης (δικηγόρος) και θέλει να υποδείξει τα νομικά ελαττώματα της δικαστικής απόφασης, δια της οποίας οι δύο απαράμιλλοι ήρωες της ελληνικής επανάστασης (Κολοκοτρώνης και Πλαπούτας) καταδικάστηκαν σε θάνατο, όπως αυτά αποτυπώθηκαν με πλήρη νομική και αδιαφιλονίκητη ιστορική επιχειρηματολογία από τον εξαιρετικά «πεφωτισμένο» νομικό και συνήγορο υπερά-σπισης του Πλαπούτα, Χριστόδουλου Κλωνάρη
Η αγόρευση του Κλωνάρη
Την Πέμπτη 24 Μαΐου 1834, η αγόρευση του συνηγόρου του Πλαπούτα, Χριστόδουλου Κλωνάρη, της οποίας σώζεται στα Πρακτικά το προοίμιο, όπου εξυμνεί και το έργο του Κολοκοτρώνη
«Κύριοι Δικασταί, ένας αγών τόσον μάλλον δίκαιος και λαμπρός, όσον απηλπισμένος ή μάλλον ακατόρθωτος κατά την κρίσιν της ανθρωπίνου γνώσεως, εόόξασε τον αιώνα, τον οποίον όιατρέχομεν, ετίμησε το ανθρώπινον γένος και επανέφερεν ευτυχώς εις τον μικρόν μεν αλλά προ πολλού περίφημον τόπον, τον οποίον κατοικούμεν, μέρος της ευκλείας ήτις συνοδεύει από αιώνα εις αιώνα τους αθανάτους προγόνους μας. Ο κατά πολλούς λόγους παράδοξος ούτος αγών είναι, καθείς το μαντεύει, ο Ελληνικός αγών.
Ένα απλόχειρον δεδουλωμένων ανθρώπων αρπάζουν τολμηρώς τα σίδηρα, τα οποία η τυραννία τόσους αιώνας τους είχε φορτώσει, και τα μεταβάλλουν εις όπλα ακαταμάχητα με μέσα μηδαμινά, με πόρους ανυπόστατους πολεμούν διά ξηράς και θαλάσσης οκτώ πολυώδυνα έτη την υπερόφρυν και γιγαντιαίαν Αυτοκρατορίαν, ήτις χθς ακόμη εφοβέριζεν αγερώχως τα χριστιανικά κράτη, σκεπάζει δε και σήμερον Ευρώπην, Ασίαν και Αφρικήν. Αντιπαλαίουν καρτερικώς με πείναν, με δίψαν, με αυτά σχεδόν τα στοιχεία. Νικούν την πάλαιαν και ριζωμένην εις τας καρδίας των δυνατών προς την Ελλάδα αντιπάθειαν, και την μεταβάλλουν παραδόξως εις εύνοιαν και προστασίαν. Τέλος ανασταίνουν ανελπίστως την πολύπαθη πατρίδα των από τετρακοσίων ετών πολυστένακτον δουλείαν ή μάλλον ψυχρόν θάνατον.
Ποίος εξ ημών δύναται να στρέψη οπίσω τους οφθαλμούς του και να ενατένιση την εξολοθρευτικήν και κατά πάντα ανισοτάτην εκείνη πάλην, χωρίς να φρίξη; Ποίος έχει τόσον σιδηράν καρδίαν, ώστε να τολμήση να αναλάβη ακόμη μίαν φοράν το βάρος του Αγώνος ε¬κείνου, τον οποίον με τόσην γενναιότητα άνοιξεν εις τα προοίμια του, και με τόσην υπεράνθρωπον καρτερίαν υπεστήριξε καθ' όλην τον την διάρκειαν;
Αλλά μόλις η πολυδάκρυτος αύτη σκηνή έλαβε τέλος, μόλις άρχισε να φέρη τους γλυκείς καρπούς, τους οποίους υπέσχετο, και όλοι σχεδόν οι επίσημοι Στρατιωτικοί Αρχηγοί, όσοι εμβήκαν επί κεφαλής του ενδόξου Αγώνος, όσοι τον διεύθυναν εις τας διαφόρους φάσεις τον, όσοι τον έφεραν ευτυχώς εις αίσιον πέρας, όλοι σχεδόν οι διαπρέ-ψαντες πρωταγωνισταί του Ελληνικού δράματος, καταδιώκονται από την συκοφαντίαν εγκληματικώς, δύο σύρονται σήμερον εις τα καθίσματα των εγκαλουμένων, άλλοι θέ-λουν τους διαδεχθή εις αυτά μετ' ολίγας ημέρας.
Ίσως, αν εζούσαν οι δύο ευκλεέστεροι Στρατηγοί μας, Βότσαρης και Καραϊσκάκης, ήθελαν προοδεύει τον προκείμενον δικαστικόν αγώνα, ίσως οι συγγενείς και φίλοι των πρέπει να τους μακαρίζουν, ότι επρόλαβον με τον θάνατον αυτών και διέσωσαν ανεπηρέαστον την τιμήν των ανδραγαθιών των.
Μήπως είναι της τύχης της Ελλάδος να ανταμείβη τους υπέρ πάντα άλλον αριστεύοντας άνδρας της με τόσον πικρά, με τόσον αποτρόπαια δώρα; Μήπως η Ελλάς είναι δυστυχώς προωρισμένη να καταδιώκη τους επισήμους άνδρας της, αφού τους δοξάση εις τους πατριωτικούς αγώνας της, καθώς ο Κρόνος έτρωγε τα ίδια τέκνα του, αφού τους έδιδε πρώτον ζωήν και τα άφηνε να γευθούν το γλυκύ φως της ημέρας;
Ποίος τους παλαιούς χρόνους αμαύρωνε τους υπέρ πατρίδος θριάμβους τους οποίους υμνεί και σήμερον η ιστορία, με τας φρικτός εκείνος καταδιώξεις των περιφημότερων προμάχων της Επικρατείας; Ένας Αθηναίος ωμολόγησεν αφελώς, ότι επιθυμούσε τον εξοστρακισμόν του Αριστείδου, διότι αι αρεταί του τον είχον επονομάσει Δίκαιον. Όλοι, όσοι συνεψήφισαν τον άδικον εξοστρακισμόν του Δικαίου εκείνου, αν με τους λόγους των δεν εφάνησαν επίσης ειλικρινείς, αλλά τα έργα των απέδειξαν τα αυτά αισθήματα. Τα εγκλήματα του πράου και ανεξικάκου Αριστείδου ήτον πρώτον η ζήλια ή μάλλον ο φθόνος των συμπολιτών του, και δεύτερον το αντιπολιτευόμενον μένος του αντιζήλου του Θεμιστοκλέους.
Ποίος είχε καταδικάσει προτύτερα τον νικητήν του Μαραθώνος εις την σκοτεινήν φυλακήν όπου απέθανε; Η βαρεία διά το τρόπαιον του Μαραθώνος ζήλια και οι πολιτικοί αντίπαλοι τον.
Διά ποίον έγκλημα εξωρίσθη έπειτα και κατετρέχθη μέχρι θανάτου ο αθάνατος Θεμιστοκλής; Διότι έσωσεν όλην την Ελλάδα από τον μέγαν κίνδυνον της Περσικής δουλείας. Ποίος κατώρθωσε την θεοστεγή εκείνην εξορίαν; Ο κατά της δόξης του ανδρός φθόνος και το Λακωνικόν ονομαζόμενον κόμμα, του οποίον αρχηγός ήτο ο Κίμων, υιός του προ ολίγων ετών καταδικασθέντος Μιλτιάδου.
Ποίος πάλιν μετ' ολίγον εξωστράκισε τον Κίμωνα; Τα πολλά και λαμπρά διά ξηράς και θαλάσσης κατά των βαρβάρων τρόπαια του και το μέρος του αντιζήλου του Περικλέους.
Τις έσυρεν έως το στόμα του τάφου τον Επαμεινώνδαν, τον τελειότερον της Ελλάδος ήρωα, όταν επέστρεψεν από τας κατά της αγερώχου Σπάρτης νίκας, αναστήσας την Πατρίδα τον από την δουλείαν, και ανορθώσας όλην την Ελλάδα, ήδη ταπεινωμένην παρά των υπερηφάνων Λακεδαιμονίων; Τα εξαίσια ανδραγαθήματα του και το κόμμα του αντιζήλου τον Μενεκλείδα. "Επί τούτοις, λέγει ο Πλούταρχος, οι μεν άλλοι Ελληνες υπερηγάπων την αρετήν και την τύχην εθαύμαζον ο δε συγγενής και πολιτικός φθόνος, άμα τη δόξη του ανδρός συναυξόμενος ου καλός ουδέ πρέπουσας υποδοχάς παρεσκεύαζεν αυτ θανάτου γαρ δίκας έφυγεν επανελθών".
Ήθελε με καταλείψει ο χρόνος διηγούμενον, αν επιχειρούσα να αναπολήσω όλας τας αγνώμονας καταδρομάς των ενδόξων Στρατηγών, αι οποίαι καταισχύνουν τας σελίδας της παλαιάς μας ιστορίας. Εν τοσούτω η αυτή Ιστορία μάς μανθάνει, ότι όλοι εθυσιάσθησαν ελεεινά σφάγια του φόνου και των αχάριστων αντιζήλων.
Αλλ' η νέα Ιστορία φέρει άραγε συμπτώματα διαφορετικώτερα; Αντί εμού τα πράγματα μας το διδάσκουν ακριβέστερα. Ποία είναι τα εγκλήματα των επισήμων ανδρών, τους οποίους κρίνετε σήμερον. Ταύτα δεν έχομεν βέβαια χρείαν να τα δανεισθώμεν από την Ιστορίαν καθείς τα είδε με τα όμματα του, και τα ήκουσε με τα ώτα του. Διά τούτο περιορίζομαι να τα αναπολήσω μόνον.
Αι αρχαί των επαναστάσεων είναι αναντιρρήτως το δυσκολώτερον έργον αλλ' η αρχή της ιδικής μας ήτο η δυσκολωτέρα πάσης άλλης. Τι ηδύναντο να επιχειρήσουν ευστόχως; Τι ημπορούσαν να ελπίσουν ευλόγως άνθρωποι άγευστοι πολέμου και άπειροι αυτής της απλής οπλοφορίας, την οποίαν οι Νόμοι της κατακτήσεως απηγόρευαν αποτόμως, άνθρωποι άποροι και ενδεείς παντός είδους όπλου, πάσης στρατιωτικής αποσκευής; Ταύτα εκρατούσαν το πρώτον της επαναστάσεως μας έτος όλα τα πνεύματα μετέωρα και περίφοβα, ταύτα εκαταντούσαν τον πόλεμον παντάπασιν ακροσφαλή, και εσκέπαζον το μέλλον με μαύρον και σκοτεινόν σύγνεφον.
Η νίκη του Βαλτετσίου και η άλωσις της Τριπολιτσάς ήλθον τότε, ως Θεός εκ μηχανής, αι έκαμον την πρώτην κρίσιν του πολέμου. Εξ ενός μέρους αρχή του νικάν είναι το θάρρος των πολεμούντων εξ άλλου δε η μεν πρώτη νίκη ανώρθωσε το φρόνημα των Πελοποννησίων, η δε άλωσις της Τριπολιτσάς ασφάλισεν όλην την Ελλάδα, ήτις εύρε κέντρον ισχυρόν και δυσάλωτον την πρωτεύουσαν της Χερσονήσου.
Τίνος έργα αι νίκαι εκείνοι; Εις την πρώτην εστρατήγει ο Θ. Κολοκοτρώνης, φέρων μεθ' εαυτού τον πελάτην μου ως πρώτον αξιωματικόν του, την δευτέραν την απεφάσισεν η μάχη της Γράνας. Τρεις χιλιάδες εχθροί, εξελθόντες νύκτωρ και λαφυραγωγήσαντες τας πέριξ χώρας επανήρχοντο εις Τριπολιτσάν, φέροντες πλήθη τροφίμων, ικανών να θρέψουν πολύν καιρόν τους πολιορκουμένους. Ο στρατηγός Κολοκοτρώνης ερρίφθη με το σώμα του εις την φάραγγα της Γράνας και απέκλεισε το πέρασμα των εχθρών. 4.000 Τούρκοι συνέρρευσαν αμέσως από το απεκλεισμένον φρούριον εις βοήθειαν των εδικών των αλλά μετά πολλήν και πεισματικήν μάχην, σκορπισθέντες και εκείνοι και ούτοι, άφησαν εις τους εδικούς μας τον τόπον φορτωμένον τροφάς και νεκρούς. Την επαύριον οι πολιορκούμενοι εμβήκαν εις σννθηκολογίας• μετά δύο ημέρας παρεδόθησαν εις το στρατηγόν Κολοκοτρώνην οι Αλβανοί, το άνθος τον εχθρικού στρατού, τους οποίους σννώδευσεν έξω της Χερσονήσον ο Δημ. Πλαπούτας. Την αναχώρησιν των Αλβανών διεδέχθη η άλωσις της πρωτευούσης του Μωρέως.
Αι δύο νίκαι εκείνοι, κυρίως έργα των ανδρών, τους οποίους κρίνετε, αν δεν έφεραν κρίσιν πλήρη περί των όλων, επαγίωσαν όμως την επανάστασιν και, καθώς έλεγεν ο Πίνδαρος διά την μάχην του Αρτεμισίου, "εβάλοντο φαενάν κρηπίδα ελευθερίας".
Αλλά μόλις παρήλθεν ο κίνδυνος, μόλις τα πράγματα άρχισαν να λαμβάνουν ολίγην πήξιν, και η ζήλια έστρεφε τα όπλα της κατά των νικητών. Αι πολιτικαί αρχαί ενόμισαν την αποκτηθείσαν παρά των νικητών επιρροών επικίνδυνον και παρεχώρουν εις τους αντιζήλουςτων πάσαν αντενέργειαν κατά της στρατιωτικής ισχύος.
Εις τοιαύτην κατάστασιν ήτον τα πράγματα, όταν μετ' ολίγους μήνας ο εχθρός συνάξας όλην την δύναμίν του, εξεκίνησεν από τας όχθας του Πηνειού με 30.000 συντεταγμένον στρατόν έσχισε την Στερεάν από μίαν άκραν έως την άλλην ανεμποδίστως, διέβη αναιμωτί τα προκείμενα του Ισθμού στενά, τα οποία ευλόγως ωνόμασαν δευτέρας Θερμοπύλας, εκείθεν εξαπλωθείς εσκέπασε τον Αργολικόν κάμπον, άνοιξε το συνθηκολογούν Ναύπλιον, και έσπειρεν εις όλην την Πελοπόννησον τον πανικόν φόβον και την απελπισίαν.
Εις τον μέγαν εκείνον και βαρύν περί των όλων κίνδυνον, ποίος ανέλαβε προθυμώτερα τον αγώνα της ψυχορραγούσης Πατρίδος; Ποίος ανώρθωσε, ποίος έδωσε τα απηλπισμένα πράγματα μας; Οι άνδρες, τους οποίους κρίνετε σήμερον. Αντί να σας εκθέσω περί τούτον ιδικήν μου διήγησιν, προτιμώ να σας εκφράσω, όσα διηγείται ένας ιστορικός στρατιωτικός, μάρτυς αυτόπτης του πολέμου μας και γνωστός διά την τραχείαν φιλαλήθειάν του. Δανείζομαι την διήγησιν ταύτην από τα ιστορικά υπομνήματα του συνταγματάρχου Μαξίμου Ραιβώ, και δίδω εις αυτόν την προτίμησιν, διότι ήτον εχθρός του στρατηγού Κολοκοτρώνη, εκάστη σχεδόν σελίς των υπομνημάτων του φέρει σημεία φανερά της προς αυτόν αντιπάθειας του. "Η Πελοποννησιακή Γερουσία, λέγει ο Ραιβώ, απορρίψασα την πρότασιν της Κεντρικής Κυβερνήσεως, εφαίνετο τρόπον τινά, ότι ανεδέχετο την σωτηρίαν της πατρίδος. Αλλά άνθρωποι βουλευόμενοι, και σκορπίζοντες ματαίας προκηρύξεις δεν εδύναντο πλέον να σώσουν τα δημόσια πράγματα. Ητον απαραίτητον να επιτρέψουν την φροντίδα εις άνδρα έχοντα στρατηγικήν υπόληψιν αρκετά στερεωμένην διά να έμπνευση θάρρος, και αποχρώντος έμπειρον των πολεμικών στρα-τηγημάτων και των τοπικών θέσεων, διά να μη παράλειψη καμμίαν από τας δυνατός ωφελείας. Μ' ένα λόγον η Χερσόνησος είχε προσωρινώς χρείαν Δικτάτορος, αγαπωμέ-νου από τους στρατιώτας και τιμωμένου από τους οπλαρχηγούς, διά να μην απαντά εις τα επιχειρήματα του αντενεργείας ή από την ανυποταξίαν εκείνων ή από την αντιζηλίαν τούτων.
Ο Κολοκοτρώνης έφερεν αναντιρρήτως τα αναγκαία ταύτα πλεονεκτήματα. Η γερουσία το ησθάνετο, η φωνή του λαού τον ωνόμαζε φανερά αλλ' οι αίτιοι της προ ολίγου περιφρονήσεως του εδίσταζον να παραδώσουν εις χείρας του την εξουσίαν, την οποίαν ε-φοβούντο να μη μεταχειρισθή κατ' αυτών προς εκδίκησιν. Η φιλοτιμία των μάλιστα δεν υπέφερε να του δώσουν την ικανοποίησιν ταύτην
Αλλ' ενώ δι' ευλόγου υποψίας αμφέβαλλεν ακόμη περί του συμφέροντος της Πατρίδος, ο Αρχηγός ούτος είδεν ότι όλοι όσοι ήθελαν να εκστρατεύσουν κατά του εχθρού, έστρεψαν τα όμματα των προς αυτόν μόνον. Εις μίαν στιγμήν 7.000 στρατιωτών περιεκύκλωσαν την σημαίαν του, τους περισσότερους εξ αυτών έφερεν ο ανεψιός του Νικηταρά.
Μετά το παράδειγμα τούτο όλοι οι οπλαρχηγοί της Χερσονήσου, από τους οποίους οι περισσότεροι είχαν κλαύσει την καταδρομήν του, τον έγραψαν αμέσως ότι περιμένουν τας διαταγάς του. Η Γερουσία, ήτις προ ολίγων εβδομάδων είχε κινήσει πάντα λίθον διά να του αφαιρέσει τους στρατιώτας, παραχωρούσα εις την γενικήν προθυμίαν, έκαμεν όλα τα δυνατά διά να αυξήση τον αριθμόν αυτών.
Ο αρχιστράτηγος Κολοκοτρώνης έστειλε τον Νικήταν με 3.000 προς τον Άγιον Γεώργιον. Το γενικόν στρατόπεδον εστήθη εις την Λέρνην εκεί είδαμε να συρρέουν πλήθη ορεινών ανδρών, καταβαινόντων από τα μακρυνότερα της Πελοποννήσου μέρη. Με ποίαν απορίαν επαρατηρούσεν ο άνθρωπος μέγαν αριθμόν νέων μόλις εξερχομένων από την παιδικήν ηλικίαν όλοι επαραιτούσαν τα ποίμνια των, και έτρεχον να κάμουν τα πρώτα πολεμικά μαθήματα των κατά των απίστων".
Τα μαρτυρεί, κύριοι, ξένος ιστορικός και μάλιστα εχθρός του νικητού του Δράμαλη, τον οποίον αχάριστοι άνδρες τότε μεν επροσπαθούσαν να αποκλείσουν από το στάδιον του πολέμου, σήμερον δε συκοφαντούντες, έσυραν εις τα καθίσματα των εγκαλουμένων.
Δεν θέλω, κύριοι, να προσθέσω ιδίους μου στοχασμούς, μολονότι καθείς αισθάνεται πόσους και οποίους η ύλη φέρει μεθ' εαυτής. Ευχαριστούμαι εις τα ολίγα, τα οποία ο αντίπαλος των εγκαλουμένων συντόμως και εν παρόδω συνέσπειρεν εις τα υπομνήματα του.
Καθείς γνωρίζει, οποίον τέλος ο τότε μεν σωτήρ, σήμερον δε καθήμενος επί της εγκληματικής έδρας έδωσεν εις τον ακράτητον εκείνον χείμαρρον της εκστρατείας του Δράμαλη, όστις μη απαντήσας μηδέ ίχνος αντιστάσεως εις την Στερεάν, εφοβέριζε να αποπληρώση εις την Χερσόνησον το έργον της βαρβαρότητος, να μετασκεπάση δηλαδή την Ελλάδα με το μαύρον της επονειδίστου δουλείας κάλυμμα. Και ίσως, κύριοι, αν ο άνδρας τον οποίον κρίνετε, δεν ανεδέχετο τότε το βάρος του περί των όλων αγώνος, η γη, επί της οποίας άρχισαν να αναβλαστάνουν πάλιν η ελευθερία και η ευνομία, ως φυτά γνήσια και επιτόπια, ήθελε μεταπέσει ελεεινόν έρμαιον της Ασιατικής τυραννίας.
Ίσως εις τον τόπον τον Χριστιανικού Θρόνου, τον οποίον με τόσην λατρείαν περικυκλώνομεν όλοι, ως εγγυητήν της τιμής και των ασφαλειών εκάστου Έλληνος, ήθελαν αντηχεί σήμερον at αποτρόπαιοι αλύσεις της αγρίας και αναίσθητου εξουσίας, της οποίας τους πικρούς ή μάλλον τους φαρμακευμένονς καρπούς εγεύθημεν ημείς και οι πατέρες ημών. Πόσων εξ ημών γυναίκες, πόσων μητέρες και αδελφοί δεν ήθελον τότε συρθή αιχμάλωτοι, διά να πωλώνται ως κτήνη εις τα παζάρια της Ασίας και Αφρικής! Πόσαι δουλεύουσαι αισχρώς εις τα υπερήφανα κατοικητήρια της βαρβαρότητος, δεν ήθελαν μακαρίζει όσας επρόλαβε να θερίση το δρέπανον του πολέμου! Παραδίδω εις την σιωπήν ανδρών σφαγάς, αλώσεις πόλεων, εμπρησμούς χωριών, λεηλασίαν γενικήν. Μ' ένα λόγον, η κλασική γη εκινδύνευε να καταντήση ευρύχωρος ερημία. Καθείς γνωρίζει, και κρίνω περιττόν να σας εξηγήσω, ότι εις οίας τας επιχειρήσεις του Αρχιστρατήγου της Χερσονήσου ο πελάτης μου ήτο η δεξιά του χειρ.
Τέλος πάντων, αι πολλαί αποτυχίαι εσκλήρυναν περισσότερον τους απίστους, διά τούτο απεφάσισαν να ρίψουν τον τελευταίον κύβον. Νέος εχθρός, πολύ μεγαλοπραγμωνέστερος και τολμηρότερος των προτέρων, εμφανίσθη τότε εις τα μεσημβρινά της Πελοποννήσου. Κατ' εκείνην την εποχήν η τύχη εκρατούσε τον γέροντα Στρατηγόν μακράν του θεάτρου του πολέμου [όντας φυλακισμένος στο μοναστήρι της Υδρας]. Ανάγκαι πολιτικοί, ανάγκαι πολεμικοί, τον μετέφεραν πάλιν εν τα μέσω του στρατιωτικού σταδίου.
Αλλ' ο εχθρός είχεν αρχίσει ήδη να πιάνη ρίζας εις τον τόπον όλη η Μεσσηνία εσκεπάζετο από τα στρατεύματα του, τα οποία ανέπαυνεν από ευτυχείς νίκας, αίτινες, είχον θραύσει το θάρρος του άνθους των στρατευμάτων μας. Όλα τα φρούρια, όλοι οι λιμένες του τόπου εκείνου ήταν εις την εξουσίαν του πολύ τολμηρού και πολύ τυχηροτέρου εχθρού, τον οποίον η Αφρική εξέρασεν εις τα παράλια της Ελλάδος• τα ανδρειότερα στρατεύματα μας εξήρχοντο του Ισθμού νικημένα, και εγκατέλειπον την Χερσόνησον εις την τύχην της. Η αθυμία ήτο γενική, ο φόβος, τον οποίον εξ ανάγκης έφερεν η υπεροχή της τακτικής δυνάμεως, ήτο ζωγραφισμένος εις όλων τα πρόσωπα.
Εις τοιαύτην κατάστασιν ευρήκε τα πράγματα, όταν ανέλαβε πάλιν την στρατηγίαν. Δύο παρατεταγμένοι μάχαι, εις τας οποίας ο Γενναίος Κολοκοτρώνης επέδειξε πολλά και ανδρείας και τόλμης έργα, απέτυχον κατά κράτος. Η απελπισία εξ εκείνης της στιγμής διεδέχθη το θάρρος, και αι γλυκείς ελπίδες, αίτινες υπέσαινον, ως λεπτός ζέφυρος, την ανάστασιν της πατρίδος έσβησαν σχεδόν, ως άνθος ευθαλές, το οποίον μαραί-νει διαμιάς ο καυστικός της Αφρικής άνεμος.
Αλλ' ενώ οι άλλοι απήλπιζον τον αγώνα, ο μετακαλεσθείς στρατηγός εμελετούσε νέον σχέδιον προς ανόρθωσίν του. Αντί των συστάδην μαχών είσαξε τον ακροβολιστικόν πόλεμον περιτρέχων τας υψηλάς θέσεις, όσαι ηδύναντο να ασφαλίσουν ελαφρόν στράτευμα, εφαίνετο, όταν ο εχθρός ανέπαυε την δύναμίν του, τον παρέκκλινεν, οσάκις εκείνος επροκαλούσε παρατεταγμένη συμπλοκήν, και διά του καταναλωτικού τούτου πολέμου κατέτριβε την ακμήν των στρατευμάτων του.
Αναμφιβόλως το κοινόν των ανθρώπων δεν θαυμάζει, δεν τιμά, ειμή τας επιχειρήσεις, όσαι φέρουν γοργά και άμεσα αποτελέσματα. Αλλά τα έργα ταύτα δεν είναι πάντοτε ούτε τα ευτυχέστερα ούτε τα ωφελιμώτερα. Ένα παράδειγμα δύναται να σαφηνίση καθαρώτερα τον λόγον.
Ένας άλλος στρατηγός της Αφρικής, ο περίφημος Αννίβας, είχεν υποτάξει την Ιταλίαν και εφοβέριζε την υπερήφανον Ρώμην. Όλοι σχεδόν οι ένδοξοι πολεμισταί της ακαταμάχητου εκείνης πόλεως παρώξυνον τους Ρωμαίους εις παρατεταγμένος μάχας. Μόνος ο Φάβιος, ο επονομαζόμενος Μέγιστος, εσυμβούλευε τον ακροβολιστικόν πόλεμον. Αλλά τι κατώρθωσαν εκείνοι με την παράκαιρον τόλμην των; Ο περιβόητος Φλαμίνιος, συνάψας μάχην εις την θρασωμένην, άφησε την λίμην εκείνην σκεπασμένην από νεκρόν στρατόπεδον, λέγει η Ιστορία. Όταν μετ 'αυτόν οι ύπατοι Τερέτιος Βάρρων και Παύλος Αιμίλιος αντιπαρετάχθησαν συστάδην περί τας Κάννας, 50.000 Ρωμαίοι συνετάφησαν με τον ένα των υπάτων εις τον Αυφίδιον ποταμόν.
Αι μεγάλαι και αδιόρθωτοι συμφοραί έφερον την Ρώμην εις την ανάγκην να μετακαλέση Στρατηγόν Αυτοκράτορα τον Φάβιον, του οποίου αι συμβουλαί ενομίζοντο πρότερον δειλαί. Ο γέρων εκείνος, λέγει ο Πλούταρχος, "εν τόποις ορεινοίς επηωρείτο, καθήμενων μεν των πολεμίων ησυχάζων, κινουμένων δε, κύκλω περιφερόμενος κατά των άκρων". Δεν φαίνονται οι λόγοι ούτοι γραμμένοι διά τον ιδικόν μας πόλεμον μάλλον, παρά διά τον Ρωμαϊκόν; Θέλετε και άλλην ομοιότητα των δύο τούτων πολέμων; Τα στρατεύματα της Ρώμης ήσαν μεν πολυπληθέστερα και εις τον ίδιον των τόπον, αλλά της Αφρικής είχον πολύ μεγαλυτέραν εμπειρίαν πολεμικήν.
Διά το ακροβολιστικόν του σύστημα ο Φάβιος κατεφρονείτο και περιεπαίζετο φανερά εν τω μέσω του ιδίου του στρατοπέδου, εις δε την Ρώμην ο δήμαρχος Μελέτιος τον κατηγόρησε και ως προδότην της πατρίδος του δημοσίως από του βήματος. Αλλ' ο γέρων Δικτάτωρ δεν είχεν ακόμη ταραχθή, λέγει η Ιστορία, από τόσας ήττας, τόσας φυγάς και σφαγάς των συστρατηγών του. Είχεν ιδή αφόβως λίμνας, κάμπους και δάση σκεπασμένα από νεκρά στρατόπεδα, ποταμούς χύνοντας μέχρι θαλάσσης τα ρεύματα των κόκκινα από το Ρωμαϊκόν αίμα• πώς ήτο δυνατόν να φοβηθή σκώμματα και λοιδορίας;
Τέλος πάντων, ο Μινούκιος, ο βαρύτερος χλευαστής του Φαβίου, αναγορευθείς συνάρχων αυτού, εκαυχάτο ότι αυτός δεν θέλει ανοίξει, ως ο συνάδελφος του, προς τους Ρωμαίους τα όρη θέατρα όθεν να θεωρούν την Ιταλίαν πορθουμένην και καιομένην παρά των Καρχηδονίων. Αλλά μόλις ήλθεν εις χείρας με τους εχθρούς, και ο Αννίβας τον ενίκησε κατά κράτος. Αλλ' επιδραμών ο Φάβιος από το παρακείμενον όρος, έτρεψε τους εχθρούς εις φυγήν και έσωσεν τον Μινούκιον, έτοιμον να ανανέωση τας βαρείας συμφοράς τον Φλαμινίου και τον Βάρρωνος. Τότε ο δεινός της Αφρικής στρατηγός, είπεν εις τους περί αυτού το αστείον και φρόνιμον απόφθεγμα: "Δεν σας το ε-πρόλεγα πάντοτε, ότι οι τολμηροί της Ρώμης στρατηγοί δεν είναι επικίνδυνοι; Φοβερόν μόνον είναι το μαύρον εκείνο σύγνεφον, το επικαθήμενον εις τας κορυφάς των βουνών. Ιδού τέλος εξερράγη με χειμώνα βαρύν και χάλαζαν"
Το αυτό σύστημα έφερε και εις τας ημέρας μας τα αυτά αποτελέσματα. Τι υπεστήριξε την Πελοπόννησον τεσσάρας ολόκληρους χρόνους, καθ' ους ο Αφρικανός εχθρός την ελεηλατούσε και την αλώνιζεν από άκρον έως άκρον αυτής; Τι εσυντηρούσε τας ελπίδας της και υπεθέρμαινε το της ανεξαρτησίας πνεύμα της, ενώ η φιλοπόλεμος Στερεά, η ευλόγως επονομασθείσα μήτηρ και τροφός των ανδρείων, εκείτετο ήδη προσκυνημένη; Το προβλεπτικόν σύστημα του Αρχηγού, το οποίον αυτοκλήτως είχεν εκλέξει, κανείς δεν ανέπτυξεν, όσον ο Φάβιος της Πελοποννήσου του ακροβολιστικού πολέμου την έμφρονα πρόβλεψιν, την γοργότητα των μεταθέσεων, την τοποθετικήν αρμοδιότητα, την αποχρώσαν οικονομίαν του ελαφρού στρατού.
Το έργον τούτο, μέγα αυτό καθ' εαυτό, έγινεν ακόμη λαμπρότερον διά τα αποτελέσματα τον επρομήθενσεν εις την Χερσόνησον το επίθετον της απροσκυνήτον, έδωσεν εις την Στερεάν καιρόν να αναλάβη τα όπλα και επρόσφερεν εις τους συμμάχους αφορμήν ισχυράν να ανεγείρουν το της ανεξαρτησίας οικοδόμημα, επί του οποίου επαγιώθη το Ελληνικόν Βασίλειον. Εδώ αισθάνομαι την ανάγκην να προσθέσω δύο λόγια διά μίαν πατριωτικήν ιδιότητα του ανδρός τούτου.
Κανείς δεν κατέτρεξε τόσον βαρέως τους προσκυνούντας εις τους Τούρκους, ενώ άλλοι οπλαρχηγοί επροσκυνούσαν οι ίδιοι, αυτός εμάστιζε τον μικρότερον Έλληνα, όστις έδειχνε τοιαύτην διάθεσιν.
Ταύτα είναι τα εγκλήματα, τα οποία έσυραν εις την κεφαλήν του ανδρός, περί ου ο λόγος, και των περί αυτόν, την δυσμένειαν και την καταδρομήν. Διά ταύτα πολλοί τον κατέτρεξαν εις τας παρελθού¬σας περιστάσεις με τόσην αχαριστίαν, με όσην προθυμίαν εδέχοντο τας ωφελείας, των οποίων ήτο αίτιος. Ταύτα εγέννησαν και την εγκληματικήν κατηγορίαν, την οποίαν δικάζετε. Διά να εξηγηθή τούτο έχει ανάγκην αναπτύξεως, την οποίαν έρχομαι να δώσω. Η Δικαιοσύνη μάλιστα μόλις αρχίζει τα τακτικά βήματα της εις τον τόπον μας. Διά τούτο έχει χρείαν των διασαφήσεων, τας οποίας εις άλλους τόπους έφεραν πολλών αιώνων πείρα και φώτα συσσωρευθέντα. Χωρίς την ανάγκην ταύτην ήθελα αποφύγει προθύμως το βάρος των περιττών αναπτύξεων.
Πολλοί άνθρωποι ευρίσκουν πολλάκις με τον νουν των την διοίκησιν των δημοσίων πραγμάτων αβεβαίαν, σκοτεινήν ή εναντίον των συμφερόντων είτε των ιδικών των είτε των κοινών. Δικαίως ή αδίκως ψυχραίνονται διά τούτο, αποστρέφουν την προσοχήν των από τα έργα της Κυβερνήσεως, περιορίζονται εις μόνα τα ίδια των πράγματα και αφήνουν τους δημοσίους υπουργούς να αγωνίζωνται διά ίδιον των λογαριασμόν. Τούτο είναι άρα γε έγκλημα ή πταίσμα; Όχι, είναι απλή αδιαφορία, συγχωρουμένη πληρέστατα απ' όλους τους Νόμους εις όλον τον κόσμον. Δεν θέλω να είπω με τούτο, ότι η αδιαφορία αύτη είναι καλή ή χρήσιμος- άπαγε- είναι ευχής έργον η κοινωνία και η εξουσία να συζούν μαζί. Η μία να βοηθά την άλλην, ως η δεξιά την αριστεράν το αυτό αίμα να τρέχη εις όλον το σώμα της Επικρατείας. Αλλά τα συμπτώματα της αδιαφορίας, αν δεν ωφελούν, όμως δεν καταδικάζονται από τον Νόμον. Άλλα συμπτώματα, πολύ βαρύτερα της αδιαφορίας, θεωρούνται από τον Νόμον ανεύθυνα και ανώτερα πάσης ιδέας πταισματικής. Ταύτα έρχομαι να εξετάσω.
Πολλοί άνθρωποι, παραδείγματος χάριν, φρονούν με τον νουν των, ότι έχουν δικαιώματα νόμιμα, δικαιώματα αναφαίρετα, όταν εξαιτούμενοι την εκπλήρωσίν των, απαντήσουν εμπόδια αργοπορίας ή απόρριψιν αυτών, νομίζουν ότι αδικούνται βαρέως, αγανακτούν διά τούτο, παραπονούνται, δυσαρεστούνται πικρώς, και, οσάκις ευρίσκουν ενκαιρίαν, εκφράζουν δημοσίως την δυσαρέσκειάν των. Όταν η Κυβέρνησις απάντηση δυσκολίας ή εναντιότητας εις τα έργα της, οι δυσαρεστημένοι δεν κρύπτουν την χαράν των. Εκ του εναντίου, αι ευτυχίαι των κυβερνώντων τους πικραίνουν. Παραμονεύουν ανησύχως όλας τας πράξεις των Υπουργών, και η πικρία, με την οποίαν κρίνουν ή παρεξηγούν, δεικνύει προφανώς πόσον εύχονται την αποτυχίαν των επιχειρημάτων της Κυβερνήσεως. Συνάζουν όλας τας φήμας όταν συμφωνούν με τας επιθυμίας των τας σκορπίζουν παντού, διά να δικαιολογήσουν τουλάχιστον την δυσαρέσκειάν των συνέρχονται εις τους αυτούς τόπους, έχουν κοινά συμβούλια, ομιλούν μίαν και την αυτήν γλώσσαν, φαίνονται τέλος ότι σχηματίζουν εις την Επικράτειαν μίαν συμμορίαν ή τάξιν χωριστήν και διακεκριμένην.
Αλλ' η δυσαρέσκεια, αλλά τα αποτελέσματα της είναι άρα γε πταίσμα, είναι έ-γκλημα; Ποίος Νόμος και εις ποίον Επικράτειαν τα απηγόρευσέ ποτέ ή τους απέδωσε τοιούτον χαρακτήρα;
Πάσα συμμορία έχει χρείαν αρχηγών παν συμφέρον γενικώτερον έχει ανάγκην υπερασπιστών. Μεταξύ των δυσαρεστημένων ευρίσκονται άνθρωποι, τους οποίους ο βαθμός της γεννήσεως των, η ικανότης ή ο έντιμος χαρακτήρ, έθεσε υπεράνω των άλ-λων προς τούτους αποτείνονται οι λοιποί• προς τούτους συρρέουν όλα τα παράπονα της δυσαρέσκειας• από τούτους ζητούν παρηγορίαν, θεραπείαν ή συμβουλήν. ' ένα λόγον οι άνδρες ούτοι ακολουθούντες εκουσίως ή εξ ανάγκης τον φυσικόν ρουν των πραγμάτων, καταντούν να προσωποποιήσουν εν εαυτοίς όλους όσοι νομίζουν τα δικαιώματα των καταπατημένα, όλας τας ανήσυχους τάξεις των πολιτών, όλους τους δυαρεστημένους. Γίνονται, τέλος, κέντρον των διεσκορπισμένων διαθέσεων, τας οποίας αθροίζουν, και εκφράζονται ως ερμηνείς της συμμορίας των, ως συνήγοροι των παραπονεμένων.
Μ' όλα ταύτα η αδιαφορία, η δυσαρέσκεια, οι αρχηγοί των δυσαρεστημένων είναι πράγματα κοινά, συνήθη και αθώα εις όλας τας ελευθέρας Επικρατείας. Και μάλιστα εις μερικός εξ αυτών απαντώνται και άλλα συμπτώματα, ακόμη δεινότερα και μολοντούτο ανεύθυνα.
Πάσα Κυβέρνησις ανεγειρόμενη επί των ερειπίων άλλης προλαβούσης, απαντά αμέσως εις τα πρώτα βήματα της αντιπάλους ή μάλλον εχθρούς της όλους όσους η προκάτοχος εξουσία είχε περιποιηθή και η παρούσα αναγκάζεται να παραμέληση. Πόσον βαρύτεροι δεν γίνονται αι πολέμιοι αύται διαθέσεις, αν ο τόπος εκείνος εδοκίμασε πολλούς σεισμούς πολιτικών μεταβολών, και μάλιστα αν διάφοροι Κυβερνήσεις διεδέχθησαν η μία την άλλην; Εντεύθεν πηγάζουν τόσαι ελπίδες, αι οποίαι ματαιούνται, τόσαι φιλοτιμίαι, αι οποίαι ταπεινώνονται, τόσαι επιθυμίαι και ωφέλειαι, αι οποίαι σβήνονται από την νέαν των πραγμάτων τάξιν, έργον της καθεστώσης Κυβερνήσεως. Όλοι όσοι πάσχουν εξ αιτίας αυτής, είναι εχθροί της ακήρυχτοι, όλοι της εύχονται παν είδος ατυχίας• οι λόγοι των σταλάζουν πικρίαν και χολήν. Τι ήσαν προ ολίγων ετών εις την Γαλλίαν οι Ναπολεωνισταί; Τι πρωτύτερα εις την Αγγλίαν οι φίλοι των πεπτωκότων Στουάρδων; Εχθροί αυτομολόγητοι των τότε Κυβερνήσεων.
Αλλά τα συμπτώματα ταύτα καταδικάζονται από κανένα Νόμον; Όχι βέβαια. Είναι άρα γε ανταρσία; Είναι συνωμοσία; Άπαγε. Άνοιξε τους δεσποτικωτέρους Νόμους• είναι αδύνατον να εύρης ψιλά ίχνη ιδιότητος εγκληματικής. Όταν ο Ναπολέων επρότεινεν τον περί συνωμοσίας Νόμον του Ποινικού της Γαλλίας Κωδικός, ο ορισμός του εγκλήματος έφερεν έκστασιν και σχεδόν φρίκην εις το Συμβούλων της Επικρατείας. Και μολοντούτο κατ' αυτόν εκείνον τον ορισμόν καμμία εκ των διαθέσεων, περί ων ο λόγος, δεν απαγορεύεται• όλαι, κατά τον Νόμον του στρατιωτικού εκείνου νομοθέτου, είναι θεμιτοί και λογίζονται αντιστάσεις νόμιμοι.
"Υπάρχει συνωμοσία, λέγει ο Νόμος εκείνος, αφ' ης στιγμής η προαίρεσις του να ενεργήσουν συμφωνηθή και αποφασισθή από δύο ή περισσοτέρους συνωμότας". Φθάνει ν' ανάγνωση τις τον Νόμον τούτον και αμέσως αισθάνεται, ότι είναι έργον στρατιωτικής ψυχής. Ποίαν βαρυτέραν αυστηρότητα ημπορεί τις να φοβηθή, παρά το να τιμωρηθή το έγκλημα, πριν ακόμη αποδειχθή από καμμίαν τάξιν εξωτερικήν ή υλικήν, από καμμίαν αρχήν εκτελέσεως; Ο πολεμικός νομοθέτης συλλαμβάνει το έγκλημα εις τον νουν του ανθρώπου, αντί πράξεως αρπάζει τον απλούν στοχασμόν, τον ενοχοποιεί πριν ακόμη τον αφήση να λάβη σώμα, ενώ δεν είναι εισέτι ειμή πράγμα νοερόν. Διά την σκληρότητα του ταύτην ο Νόμος εκείνος μετερρυθμίσθη εις την γενομένην προ δύο ετών αναθεώρησιν τον Ποινικού της Γαλλίας Κωδικός.
Αλλ' όσον βαρύς και αν ήτο, απαιτούσε διά την ύπαρξιν της συνωμοσίας πολύ περισσότερον παρά την αδιαφορίαν, την δυσαρέσκειάν, ή την έχθραν κατά της καθεστώσης Κυβερνήσεως. Εις τα συμπτώματα τούτων των διαθέσεων επρόσθετε τρία άλλα στοιχεία, το ένα σημαντικώτερον του άλλου:
Α'. Ο Νόμος απαιτούσε μίαν απόφασιν των συνωμοτών να επιβουλευθούν τα καθεστώτα δι' έργων και πράξεων. Δεν έφθανε να τρέφουν εις τον νουν των τον σκοπόν της επιβουλής. Έπρεπε να κάμουν και την απόφασιν να ενεργήσουν.
Β'. Και αυτή η απόφασις δεν αρκούσε μόνη. Ο Νόμος απαιτούσε να συμφωνηθή μεταξύ των συνωμοτών (resolution d' agir concertee). Μ' άλλους λόγους έπρεπε εξ ανάγκης να προηγηθή μία συμφωνία, ένα συνάλλαγμα εγκληματικόν. Προ του συναλλάγματος τούτου έγκλημα δεν υπήρχε.
Γ. Και η συμφωνία αύτη δεν απήρτιζε συνωμοσίαν εις ταύτην ήτο ανάγκη να προσθέσουν την απόφασιν του να την εκτελέσουν (resolution d' agir concertee et arret-tee). Μ' άλλους λόγους απητείτο θέλησις στερεά, πλήρης, οριστική και τότε μόνον εκπληρούτο το έγκλημα, περί ου ο λόγος.
Τι έπεται εκ τούτων; Ημπορούν πολλοί να τρέφουν προς την καθεστώσαν τάξιν των πραγμάτων έχθραν, όσον βαρείαν και αν την υποθέσωμεν. Ημπορούν να της εύχω-νται τα χείριστα• φθάνει μόνον να μη μελετήσονν κατ' αυτής έργα επιβουλής• φθάνει τα έργα να μη συνοδευθούν από τας τρεις περιστάσεις, τας οποίας εξηγήσαμεν. Και τότε ο στρατιωτικός ή μάλλον δρακόντειος εκείνος Νόμος τους σκεπάζει με όλην την πανοπλίαν του.
Αλλ' η συκοφαντία, ο ανήσυχος, ο ακοίμητος εκείνος σκώληξ της πολιτικής, ευχαριστείται ποτέ εις όσα θέλει ο Νόμος; Έτοιμος να τρέξη απροκάλεστος, διά να συνάξη εν τω μέσω των δυσαρεστημένων ή των εχθρών της καθεστώσης Κυβερνήσεως όσας πληροφορίας αχωνεύτους και ασυνάρτητους δυνηθή, απ’ αυτός εξάγει όσα συμπεράσματα τείνουν εις τον σκοπόν της. Με ταύτα γεννά με τον νουν της ένα άθλιον έμβρυον εγκλήματος, το οποίον περιθάλπει, θερμαίνει και τρέφει. Μόλις το φέρει εις κατάστασιν να ιδή το φως, το παραδίδει ως αλήθειαν.
Ποίας ραδιουργίας επινοεί η δολερά και ακοίμητος συκοφαντία, καθείς εύκολα το μαντεύει. "Βλέπετε, λέγει, τους κακόβουλους τούτους; Θέλουν να κρύψουν τους εγκληματικούς σκοπούς των υπό το πρόσχημα της αδιαφορίας. Μόνον το βάρος της Κυβερνήσεως τους αναγκάζει να υποκρίνωνται αδιαφορίαν. Και, αν είναι αδιάφοροι δι' όσα επιθυμεί η Κυβέρνησις, δια τι δεν φυλάττουν την αυτήν αδιαφορίαν και δι' όσα εύχονται οι δυσαρεστημένοι και οι εχθροί της; Παρατηρήσετε με πόσην ιδιαιτέραν ευχαρίστησιν, με πόσην οικειότητα ακούουν τούτους• αυτό το όνομα της αδιαφορίας τους προδίδει. Πώς είναι δυνατόν να αδιάφορη πολίτης διά τα κοινά συμφέροντα, όταν αυτά τα ιδικά του κρέμωνται από την τύχην εκείνων; Όλα τα έργα των, όλοι οι λόγοι των είναι σειρά απάτης και διολιότητος".
Ταύτα και άλλα χειρότερα πλάττει η συκοφαντία• ανεπαισθήτως τα κάμνει πιθα-νά και εις αυτούς τους κυβερνώντας. Ευχαριστούμαι να σας αναπολήσω εν μόνον παράδειγμα.. Ενθυμείσθε, κύριοι, τα αλλόκοτα ονόματα του αδιαφορισμού, του μετρια-σμού (indifferentisme, moderantisme), τα οποία επί της φρικώδους των Γάλλων Επαναστάσεως εδημιούργησαν οι σφόδρα πατριώται. Δεν αλησμονήσατε βέβαια, ότι μετ' ολίγον την αδιαφορίαν και την μετριότητα τας μετέβαλον εις εγκλήματα κατά των καθεστώτων τότε είδεν η Γαλλία όλους τους μετρίους άνδρας της συρομένους εις τον τόπον της καταδίκης• τότε τα πολύτιμα αίματα των Κονδορκέτων και τόσων άλλων περίφημων διά την αρετήν και φιλελευθερίαν των, επότισαν τον αχόρταγον Άδην, τον οποίον ετόλμησαν να μετονομάσουν βωμόν της ελευθερίας.
Αν ο θάνατος δεν είχε προλάβει διά την τιμήν της Γαλλίας να μετάθεση εις τον άλλον κόσμον τον Μιραβώ, τον περιβόητον εκείνον προστάτην των αληθινών ελευθεριών, και τούτου η κεφαλή έμελλε να πέση υπό την αποτρόπαιον μάχαιραν του δημίου δι’ έγκλημα αδιαφορίας ή μετριότητας φρονημάτων. Αλλ' ας αποτρέψωμεν τους οφθαλμούς μας από την πολυθρήνητον εκείνην εποχήν, καθ' ην τα άγρια πολιτικά πάθη μετέβαλον τους ανθρώπους εις θηρία διά το γλυκύ όνομα της ελευθερίας.
Αν η συκοφαντία μηχανάται τόσα εναντίον της αδιαφορίας, πόσα δεν ημπορεί να σκευωρήση κατά της δυσαρέσκειας! "Ίδετε τους ανθρώπους τούτους, φωνάζει• διατί περιπατούν τόσον σύννοες και σκυθρωποί; Διατί δεν τους αρέσει κανέν’ απ' όσα κάμνει η Κυβέρνησις; Είναι φανεροί, σχεδόν αυτομολόγητοι, εχθροί της Επικρατείας. Τι δηλούν αι συχναί συνεντεύξεις των, τα αδιάκοπα συμβούλια των; Δεν είναι φανερόν ότι σχηματίζουν χωριστήν κοινωνίαν εν τω μέσω της Επικρατείας; Διά ποίαν αιτίαν να ομιλούν μίαν και την αυτήν γλώσσαν, να έχουν ένα και το αυτό πνεύμα, να τείνουν εις ένα και τον αυτόν σκοπόν; Δεν βλέπετε, ότι έχουν ήδη αρχηγούς συστημένους; Ότι έκαστος εξ αυτών έχει τα ιδιαίτερα έργα του; Τι πληρεστέρα απόδειξις χρειάζεται, ότι ήδη έχουν ιδικήν των Κυβέρνησιν, ωργανισμένην μυστικώς και έτοιμον να διαδεχθή την νόμιμον Αρχήν εις πρώτην ευκαιρίαν; Ποίος φρόνιμος ημπορεί πλέον να αμφιβάλλη, ότι περιπατούμεν επάνω εις ένα υπόνομον;
Σήμερον, αύριον, ίσως την ώραν καθ' ην ομιλούμεν, οι εχθροί της πατρίδος δώσουν το πυρ εις τον υπόνομον τούτον. Τότε όλοι οι καλοί πατριώται θ' αναποδογυρισθώμεν διά μιας, μαζί με την πατρικήν Κυβέρνησιν μας• ο κίνδυνος είναι μέγας, ο κίνδυνος κρέμαται επί της κεφαλής μας. Είναι απορίας άξιον, πώς οι υπουργοί, οίτινες μέλλουν να είναι η πρώτη, η αναγκαία θυσία, παραμελούν και κοιμώνται• δεν φθάνει ότι δεν επρόβλεψαν τον επικείμενον κίνδυνον, αλλά και όταν τους τον απεκάλυψαν, αδιαφορούν! Ω, τούτο είναι επιβουλή κατά της νομίμου Αρχής".
Ιδού με πόσον δολίους και επαγωγούς τρόπους η συκοφαντία παρασύρει πολλάκις και αυτάς τας Κυβερνήσεις. Είναι ανάγκη να προσθέσω, πόσον επικινδυνωτέρας τέχνας μηχανάται διά να εμπλέξη μετά την αδιαφορίαν και την δυσαρέσκειάν τους εχθρούς της καθεστώσης τάξεως, τους οποίους ο Νόμος δεν ενοχοποιεί παντάπασιν, ως προείδομεν; Καθείς σας βέβαια τας μαντεύει• εδώ η συκοφαντία ευρίσκει πολύ ευρυχωρότερον στάδιον, διά να χόρταση την λύσσαν της...».
Ο Κλωνάρης, αναγνωρίζοντας την αποφασιστικής σημασίας για την εξέλιξη του επαναστατικού αγώνα συμβολή του Κολοκοτρώνη, εξύμνησε το έργο του και του αφιέρωσε μεγάλο μέρος της αγόρευσής του, μολονότι ήταν συνήγορος του Πλαπούτα. Παράλληλα αναγνώριζε έμμεσα ότι ο στόχος των κατηγόρων ήταν ο Γέρος του Μοριά.
Μετά την εισαγωγή της αγόρευσης του Κλωνάρη σημειώνεται στα Πρακτικά: «Μετά το προοίμιον ο ρήτωρ ανέπτυξε το πραγματικόν της υποθέσεως, εξετάζων και συγκρίνων τας μαρτυρίας της κατηγορίας και υπερασπίσεως. Και αναλύων την κατηγορίαν καθ' όλας της τας περιστάσεις και φάσεις, απέδειξε το εν γένει πλαστόν, ψευδές και ανυπόστατον αυτής» [Πρακτικά, σ. 369]. Τόνισε ότι δεν αποδεικνύεται το κατηγορητήριο και απέρριψε όλες τις επιμέρους κατηγορίες (και τα τέσσερα κεφάλαια), οι οποίες αποδυναμώθηκαν μέσα στο δικαστήριο. Καταρρίπτοντας επίσης τις μαρτυρι-κές καταθέσεις, απέδειξε ότι οι περισσότεροι μάρτυρες κα¬τηγορίας θα μπορούσαν να μετατραπούν σε μάρτυρες υπεράσπισης λόγω των αναπόδεικτων ισχυρισμών τους. Η αγόρευση του έκλεισε εγκωμιάζοντας την εθνική προσφορά των δύο κατηγορούμε-νων στρατηγών προκαλώντας τους μεγάλη συγκίνηση.
Η νομική αβασιμότητα του κατηγορητηρίου
Ανεξαρτήτως των πραγματικών περιστατικών που έθεταν εκ προοιμίου εκποδών την κατηγορία για εσχάτη προδοσία των Κολοκοτρώνη και Πλατούτα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον η νομική εξέταση της κατηγορίας, η οποία θα επιχειρηθεί στις επόμενες γραμμές. Αμφότερες, πάντως, οι ατέλειες του κατηγορητηρίου (πραγματική και νομική) αποδεικνύουν με τον πλέον πασιφανή τρόπο ότι η δίωξη των δύο αυτών Ανδρών ήταν πολιτική και όχι ποινική, καθώς οι κατηγορούμενοι ήσαν συντεταγμένοι υποστηρικτές της φιλορωσικής πολιτικής. Διό και ο Επίτροπος της κατηγορίας που συνέταξε και απήγγειλε αυτήν εναντίον τους (ο σημερινός Εισαγγελέας) ήταν ο Μάσων, γνωστός για τα αντικαποδιστριακά και αντιρωσικά του φρονήματα, διορισμένος από την Αντιβασιλεία.
Ο Θ. Κολοκοτρώνης συνελήφθη ως ύποπτος «συνωμοσίας» για ανατροπή του καθεστώτος, ήτοι για το αδίκημα της εσχάτης προδοσίας, όπως αυτό τυποποιούταν στο Άρθρο 2 εδάφιο Α΄ και εδάφιο Γοε του Εγκληματικού Απανθίσματος και άρθρο 2 του από 9 (21) Φεβρουαρίου 1833 Βασιλικού Διατάγματος. Το «Απάνθισμα των εγκληματικών» ήταν ο πρώτος ποινικός νόμος της νεότερης Ελλάδας (Β Εθνοσυνέ-λευση του Άστρους) που εισήχθη από 17.4.1823, με βάση τους «νόμους των αειμνήστων ημών βυζαντινών αυτοκρατόρων». Το έτος 1834, ακολούθως, ίσχυσε ο ΠΝ (Ποινικός Νόμος), έργο του Maurer, νομοθέτημα εναρμονισμένο στα ιδεώδη της γενικής πρόληψης (Feuerbach) και άρα ιδιαίτερα αυστηρό (η γενική πρόληψη ως έννοια του ποινικού δικαίου ταυτίζεται με τον παραδειγματισμό). Υπόδειγμα του ΠΝ υπήρξε ο βαυαρικός ΠΚ (Ποινικός Κώδικας) του 1813, δημιούργημα του Feuerbach, που α-ποτελούσε απαύγασμα των αρχών του Διαφωτισμού. Με το άρθρο μόνο του ν. 1492 της 17/17 Αυγούστου 1950 κυρώθηκε ο Ποινικός Κώδικας που καταρτίσθηκε από την Επιτροπή του ν. δ/τος 222/1947 και ο οποίος ισχύει σήμερα ως το βασικότερο των όλων ποινικό νομοθέτημα της ελληνικής έννομης τάξης.
Για να γίνει κατανοητή η έννοια του ποινικού κολασμού ενός εγκλήματος (της επιβολής ποινής), πρέπει πρωτίστως να διερευνηθεί και να απαντηθεί η ερώτηση «τι είναι έγκλημα». Ο ορισμός του εγκλήματος είναι η αρχή και το τέλος του ποινικού δικαίου, καθώς, εάν δεν υπάρχει έγκλημα, δεν μπορεί να υπάρξει ποινή. Καθίσταται, συνεπώς, πρόδηλη η ανάγκη του ορισμού του εγκλήματος, αν αναλογιστεί κανείς ότι η καταφατική απάντηση σημαίνει την επιβολή από την κρατική εξουσία δυσβάστακτων νομικών συνεπειών που έχουν να κάνουν με τη στέρηση των πλέον βασικών και θεμελιωδών ατομικών ελευθεριών του ανθρώπου (στη νομική επιστήμη ο όρος «ατομικές ελευθερίες» προσδιορίζει τα συνταγματικώς κατοχυρωμένα ατομικά δικαιώματα, τα κυριότερα εκ των οποίων είναι το δικαίωμα στην ανθρώπινη ζωή και την προσωπική ελευθερία, ήτοι την ελευθερία «κίνησης»).
Δυστυχώς, μέχρι και σήμερα, σε πολλές κοινωνίες, οι οποίες έχουν υπανάπτυκτο νομικό πολιτισμό, υφίσταται η ποινή του θανάτου. Επισήμως αναφέρονται 17 Πολιτείες στις Η.Π.Α, όπου και σήμερα εκτελούνται θανατικές ποινές. Στην Ελλάδα η θανατική ποινή έχει ήδη καταργηθεί με την παρ. 1 του άρθρου 33 του ν. 2172/1993 (Α΄ 207/26.12.1993), σύμφωνα με την οποία: "Η ποινή του θανάτου καταργείται. Όπου στις κείμενες διατάξεις προβλέπεται για ορισμένη αξιόποινη πράξη αποκλειστικώς η ποινή του θανάτου, νοείται ότι απειλείται η ποινή της ισόβιας κάθειρξης. Αν η ποινή του θανάτου προβλέπεται διαζευκτικώς με άλλη ποινή, νοείται ότι απειλείται μόνο η τελευταία.
Στα πλαίσια, συνεπώς του ορισμού του εγκλήματος, το πρώτο πράγμα που πρέπει να απαντηθεί είναι εάν η ανθρώπινη σκέψη, ΤΟ ΦΡΟΝΗΜΑ, μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο εγκλήματος, ήτοι να διωχθεί ποινικά και να επιφέρει νομικές συνέπειες. Συνεπώς, το να σκέφτεται και να πιστεύει ένας άνθρωπος ότι η καθαίρεση του Προέδρου της χώρας θα αποτελέσει τη σωτηρία αυτής, ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΕΓΚΛΗΜΑ, ακόμη και εάν η σκέψη του αυτή εκφραστεί δημοσίως. Το έγκλημα αρχίζει από τη στιγμή που ο άνθρωπος αυτός ξεκινήσει να υλοποιεί, με πράξεις αντιληπτές με τις ανθρώπινες αισθήσεις, την παραπάνω σκέψη (π.χ η διανομή φέιγ – βολάν με τα οποία παρακινείται αόριστος αριθμός ανθρώπων για ανατροπή του πολιτεύματος αποτελεί πράξη και άρα έγκλημα).
Η παραπάνω θεωρία αποτελεί σήμερα βασική αρχή του ποινικού δικαίου και της ποινικής επιστήμης γενικότερα, η οποία ήταν γνωστή στη λατινική ως «cogitationis poenam nemo patitur».
Επιστρέφοντας στην αναφορά την παρούσης μελέτης, ο Κλωνάρης, μέσα στις λίγες γραμμές της υπερασπίσεως του εντολέως του Πλαπούτα, ανέφερε, επικαλούμενος παραδειγματικώς τους «…δεσποτικότερους νόμους….» (τους μη φιλελεύθε-ρους), ότι, ακόμη και σ’ αυτούς «….είναι αδύνατον να εύρης ψιλά ίχνη ιδιότητος εγκληματικής…….». Δηλαδή, ακόμη και οι πλέον αντιφιλελεύθεροι και αυταρχικοί νόμοι υιοθετούσαν την αρχή της μη δίωξης του φρονήματος. Και συνέχισε ο Κλωνά-ρης «…. Όταν ο Ναπολέων επρότεινεν τον περί συνωμοσίας Νόμον του Ποινικού της Γαλλίας Κωδικός, ο ορισμός του εγκλήματος έφερεν έκστασιν και σχεδόν φρίκην εις το Συμβούλων της Επικρατείας.
Δηλαδή ο Κλωνάρης έλαβε ως δείγμα συγκρίσεως τη διάταξη περί συνομωσί-ας (το ίδιο αδίκημα με το οποίο κατηγορείτο ο Πλαπούτας και ο Κολοκοτρώνης) την οποία πρότεινε (νομοθετικά) ο «μέγας», κατά τα άλλα, Ναπολέων, προκειμένου να αποτελέσει νόμο που θα ενσωματωνόνταν και θα τυποποιούταν ως ποινικό αδίκημα στο Γαλλικό Ποινικό Κώδικα. Η νομοθετική αυτή πρόταση, μολονότι δεν προέβλεπε τον κολασμό του φρονήματος (καμμία εκ των διαθέσεων) προκάλεσε, ωστόσο «…έκστασιν και σχεδόν φρίκην εις το Συμβού¬λων της Επικρατείας….», διότι «…..όλαι, κατά τον Νόμον του στρατιωτικού εκείνου νομοθέτου, είναι θεμιτοί και λογίζονται αντιστάσεις νόμιμοι….», δηλαδή η έκφραση αντίθετης άποψης κατά του πολιτεύματος αποτελούσε αντίσταση κατά αυτού και θεωρούταν ΝΟΜΙΜΗ. Ο νόμος αυτός όριζε ότι "…..Υπάρχει συνωμοσία, αφ' ης στιγμής η προαίρεσις του να ενεργήσουν συμφωνηθή και αποφασισθή από δύο ή περισσοτέρους συνωμότας…», δηλαδή, ακόμη και ο δεσποτικός εκείνος νόμος απαιτούσε συμφωνία και σύμπραξη (δηλαδή πράξη). Η πράξη αυτή έπρεπε να γίνει αντιληπτή από τις ανθρώπινες αισθή-σεις, δηλαδή να είναι εξωτερικά αισθητή και μετρήσιμη (countable), έπρεπε να «…..αποδειχθή από τάξιν εξωτερικήν ή υλικήν, από αρχήν εκτελέσεως….». Να σημειωθεί εδώ ότι η «αρχή εκτελέσεως» υιοθετείται ως έννοια του σημερινού ελληνικού ποινικού κώδικα που προσδιορίζει την έννοια της απόπειρας ( άρθρο 42 παρ 1 Ποινικού Κώδικα, «…. ΑΠΟΠΕΙΡΑ…. Όποιος, έχοντας αποφασίσει να εκτελέσει κακούργημα ή πλημμέλημα, επιχειρεί πράξη που περιέχει τουλάχιστον αρχή εκτέλεσης, τιμωρείται, αν το κακούργημα ή πλημμέλημα δεν ολοκληρώθηκε, με ποινή ελαττωμένη….».
Ο πολεμικός, ωστόσο, νομοθέτης (ο καθοδηγούμενος υπό του Ναπολέοντος, ήτοι ο ενεργών με πολεμική σκοπιμότητα και όχι με νομοθετική αμεροληψία), συνέλαβε το έγκλημα στο μυαλό του ανθρώπου «….συλλαμβάνει το έγκλημα εις τον νουν του ανθρώπου….», δηλαδή έφτασε να τιμωρήσει τη σκέψη αντί της πράξης και να αποδώσει ποινικό κολασμό πριν ακόμη η σκέψη αντικειμενικοποιηθεί και αποκτήσει «σάρκα και οστά», «…αντί πράξεως αρπάζει τον απλούν στοχασμόν, τον ενοχοποιεί πριν ακόμη τον αφήση να λάβη σώμα, ενώ δεν είναι εισέτι ειμή πράγμα νοερόν……». Τελικώς ο Ναπολέων πέτυχε τη μεταρρύθμιση, πλην, όμως, «…..ο Νόμος εκείνος μετερρυθμίσθη εις την γενομένην προ δύο ετών αναθεώρησιν τον Ποινικού της Γαλλίας Κωδικός……».
Ο Κλωνάρης, καταλύοντας την κατηγορία της συνομωσίας των δύο κατηγορουμένων Ανδρών, οι οποίοι κατηγορήθηκαν για το ταπεινωτικό αυτό αδίκημα επ’ αφορμή μίας επιστολής του Υπουργού Εξωτερικών της Ρωσίας Νέσελροδ, επίρρωσε την άριστη νομική του επιχειρηματολογία αναφέροντας ότι ακόμη και ο πολεμικός εκείνος νόμος, παρά την «δεσποτική του αυστηρότητα», απαιτούσε τρία (3) βασικά χαρακτηριστικά «όσον βαρύς και αν ήτο, απαιτούσε διά την ύπαρξιν της συνωμοσίας πολύ περισσότερον παρά την αδιαφορίαν, την δυσαρέσκειάν, ή την έχθραν κατά της καθεστώσης Κυβερνήσεως. Εις τα συμπτώματα τούτων των διαθέσεων επρόσθετε τρία άλλα στοιχεία, το ένα σημαντικώτερον του άλλου….», ότι: «……………………
Α'. Ο Νόμος απαιτούσε μίαν απόφασιν των συνωμοτών να επιβουλευθούν τα καθεστώτα δι' έργων και πράξεων. Δεν έφθανε να τρέφουν εις τον νουν των τον σκοπόν της επιβουλής. Έπρεπε να κάμουν και την απόφασιν να ενεργήσουν.
Β'. Και αυτή η απόφασις δεν αρκούσε μόνη. Ο Νόμος απαιτούσε να συμφωνηθή μεταξύ των συνωμοτών (resolution d' agir concertee). Μ' άλλους λόγους έπρεπε εξ ανάγκης να προηγηθή μία συμφωνία, ένα συνάλλαγμα εγκληματικόν. Προ του συναλλάγματος τούτου έγκλημα δεν υπήρχε.
Γ. Και η συμφωνία αύτη δεν απήρτιζε συνωμοσίαν εις ταύτην ήτο ανάγκη να προσθέσουν την απόφασιν του να την εκτελέσουν (resolution d' agir concertee et arrettee). Μ' άλλους λόγους απητείτο θέλησις στερεά, πλήρης, οριστική και τότε μόνον εκ-πληρούτο το έγκλημα, περί ου ο λόγος.
ΗΤΟΙ ο νόμος απαιτούσε ΑΠΟΦΑΣΗ με έργα και πράξεις, ΣΥΜΠΡΑΞΗ των συνομωτών (συνάλλαγμα) και απόφαση εκτελέσεως. Αυτή ήταν η αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος της συνομωσίας. Είναι προφανές ότι δεν αρκούσε ΜΙΑ ΡΩΣΙΚΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ να καταδικάσει τους κατηγορουμένους Άνδρες, οι οποίοι, κατά το κατηγορητήριο του Μάσων εγκαλέστηκαν ως «….οργανίσαντας εκ συμπνοής…. συνομωσίας επί σκοπώ να ταράξουν την κοινή ησυχία, καταφέρουν τους υπηκόους της Α.Μ εις την ληστείαν και τον εμφύλιον πόλεμον και καταργήσουν το καθεστώς πολίτευμα….». Είναι περισσότερο από προφανής η νομική αβασιμότητα του κατηγορητηρίου, διότι «…..Ημπορούν πολλοί να τρέφουν προς την καθεστώσαν τάξιν των πραγμάτων έχθραν, όσον βαρείαν και αν την υποθέσωμεν. Ημπορούν να της εύχωνται τα χείριστα• φθάνει μόνον να μη μελετήσουν κατ' αυτής έργα επιβουλής• φθάνει τα έργα να μη συνοδευθούν από τας τρεις περιστάσεις, τας οποίας εξηγήσαμεν. Και τότε ο στρατιωτικός ή μάλλον δρακόντειος εκείνος Νόμος τους σκεπάζει με όλην την πανοπλίαν του……..», δηλαδή ο ΔΕΣΠΟΤΙΚΟΤΑΤΟΣ εκείνος νόμος προστάτευε το φρόνημα.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΙΚΑ
Η απροσδιορίστου εκτάσεως πολιτική εμπάθεια, η οποία καλλιεργήθηκε ευρύτατα μετά την επανάσταση και την απελευθέρωση και τη δημιουργία του ελληνικού κράτους, ήταν Ο ΜΟΝΑΔΙΚΟΣ λόγος της καταδίκης των δύο Υπερηρώων Ανδρών της ελληνικής επαναστάσεως, στην παλληκαριά των οποίων οφείλουμε την ίδια μας την ύπαρξη και εξαιτίας των οποίων έχουμε το δικαίωμα σήμερα να κατέχουμε ελληνικές ΤΑΥΤΟΤΗΤΕΣ. Ο γράφων δεν είναι εθνικιστής ούτε σοβινιστής, πιστεύει, ωστόσο, ότι κάθε ελληνική οικία πρέπει να έχει αναρτημένη εντός αυτής την εικόνα ή την προτομή του Κολοκοτρώνη ως ένδειξη ελάχιστης τιμής στον άνδρα εκείνο που εστάθη η αιτία της ύπαρξής της ΚΑΙ ΕΝΑ ΚΑΝΤΗΛΙ ΝΑ ΑΝΑΒΕΙ ΜΟΝΙΜΩΣ ΩΣ ΕΝΔΕΙΞΗ ΣΥΓΓΝΩΜΗΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΗΡΩΑ. Τον ήρωα που δεν ευρήκε τουρκικό βόλι και έμελε να βρει ελληνικό. Ο Κολοκοτρώνης και ο Πλαπούτας τελικώς καταδικάστηκαν εις θάνατον με πλειοψηφία 3-2 (μειοψήφισαν οι Δικαστές Πολυζωίδης και Τερτσέτης, οι οποίοι, αντιλαμβανόμενοι την πολιτική δίωξη και την επιμονή της αντιβασιλείας εκπεφρασμένη υπό του στυγερού Επιτρόπου Μάσων, αρνήθηκαν να υ-πογράψουν το «επαίσχυντο» έγγραφο της καταδικαστικής απόφασης και με τον τρόπο αυτόν έσωσαν την υστεροφημία τους και σήμερα δικαιωματικά κατέχουν τον τίτλο των ηρώων). Η απόφαση της θανατικής καταδίκης δεν εκτελέστηκε, διότι στο με-ταξύ ενηλικιώθηκε ο Όθων και απέδωσε βασιλική χάρη. Οι Δικαστές Πολυζωίδης και Τερτσέτης παραπέμφθηκαν σε δίκη στο Ανάπλι (Ναύπλιο) κατηγορούμενοι για παράβαση καθήκοντος από τον Μάσων, πλην, όμως, υπό την ισχυρή πίεση των γεγονότων και της κοινής γνώμης αθωώθηκαν ΠΑΜΨΗΦΕΙ.
ΤΑΣΟΣ ΓΙΑΚΟΥΜΗΣ
ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου