Κυριακή 8 Σεπτεμβρίου 2013

Το νέο Λύκειο: οπισθοδρομικό, ανούσιο και άδικο

Η εκπαίδευση, ενώ αποτελεί κατά γενική ομολογία το σπουδαιότερο παράγοντα διαμόρφωσης εθνικής και πολιτικής συνείδησης ενός λαού, στην Ελλάδα συνιστά απλώς έναν τομέα πολιτικής δράσης που, όπως οι περισσότεροι άλλοι τομείς, δε συνάπτεται με κάποιον μακροπρόθεσμο στόχο. 
Οι εκάστοτε Υπουργοί – μηδενός εξαιρουμένου – αναμασούν τις ίδιες τακτικές και τα ίδια στοιχεία πολλών δεκαετιών. Αδυνατούν να προσαρμοστούν τόσο στις συνθήκες της εποχής, όσο και στις γενικότερες ανάγκες του λαού και της εθνικής και πολιτισμικής του ταυτότητας.

Το νομοσχέδιο περί του νέου λυκείου ψηφίστηκε τελικά επί της αρχής. Με δεδομένο το γεγονός της ψήφισής του και επί των άρθρων, προβαίνουμε σε μια συνολική αποτίμηση και αξιολόγηση των πιο βασικών στοιχείων του.


Η πρώτη σοβαρή επιφύλαξη εγείρεται από το γεγονός του κατεπείγοντος χαρακτήρα που έλαβε το νομοσχέδιο. Οι αρμόδιοι φορείς και άμεσα ενδιαφερόμενοι, κλήθηκαν να μελετήσουν το νομοσχέδιο λίγες μέρες πριν ανοίξουν τα σχολεία και με την προοπτική της ψήφισης του νόμου μία μέρα πριν! Παράλογη πολιτική συμπεριφορά που στερεί, εκ των πραγμάτων, οποιαδήποτε σοβαρή νομιμοποίηση. Αν σ’ αυτό προσθέσουμε την κατάργηση του θεσμού των αναπληρωτών που πλήττει, κατά κύριο λόγο, τους εκπαιδευτικούς της ειδικής αγωγής, τον ολοένα και μειούμενο αριθμό εκπαιδευτικών και την ανάγκη συμπλήρωσης ωρών διδασκαλίας από τους διδάσκοντες σε διαφορετικά σχολεία που μπορεί να βρίσκονται σε σημαντικές αποστάσεις το ένα από το άλλο, με ό, τι αυτό συνεπάγεται για την ποιότητα της παρεχόμενης εκπαίδευσης, αντιλαμβάνεται κανείς την τραγικότητα των συνθηκών, υπό τις οποίες ξεκινά φέτος η εκπαιδευτική διαδικασία για χιλιάδες μαθητές. Το νέο νομοσχέδιο, λοιπόν εν τη γενέσει του δημιουργεί πλείστα προβλήματα, δίχως να επιλύει οριστικά όλα τα υπόλοιπα.

Σε μια γενικότερη θεώρηση αντιλαμβάνεται κανείς την παντελή άγνοια των ανθρώπων που ασχολούνται με την αναμόρφωση της εκπαιδευτικής πολιτικής, από το γεγονός και μόνο της απόπειρας να αναδιαρθρώσουν μονάχα μία βαθμίδα εκπαίδευσης. Οι τρεις τελευταίες σχολικές τάξεις δεν είναι ούτε ο πιο ενδεδειγμένος τρόπος να ξεκινήσει κανείς μια πραγματικά ουσιαστική και συστηματική αλλαγή στην εκπαίδευση των παιδιών μας, ούτε μπορεί να διαθέτει μια σοβαρή μακρόπνοη προοπτική το όλο εγχείρημα. Όταν οι μαθητές που βγαίνουν από το δημοτικό και το γυμνάσιο αδυνατούν να κατανοήσουν ακόμα και απλά κείμενα, όταν διαπνέονται από βασικές αδυναμίες και ελλείψεις στη γλωσσική τους πραγμάτωση, όταν οι δεξιότητές τους στα μαθηματικά δεν είναι επαρκείς ούτε για να υπολογίσουν πόσο πρέπει να πληρώσουν για ένα προϊόν με έκπτωση 20%, όταν φτάνουν σε ηλικία 16 ετών να είναι, θεωρητικά και πρακτικά, αναλφάβητοι τεχνολογικά και να μη γνωρίζουν ούτε καν τους βασικούς κινδύνους που μπορεί να κρύβει το διαδίκτυο γι’ αυτούς και τους φίλους τους, η οποιαδήποτε προσπάθεια – ακόμα και σοβαρή – αναμόρφωσης του Λυκείου, είναι καταδικασμένη εκ των πραγμάτων σε αποτυχία.

Από τα καινοφανή στοιχεία που εισάγονται είναι και οι περίφημες ερευνητικές εργασίες. Το ένα ζήτημα που προκύπτει είναι πώς ο μαθητής θα μπορούσε να αναλάβει μία τέτοια, όταν δεν υπάρχει προγενέστερη εμπειρία. Το δεύτερο είναι ποιος καθηγητής θα αναλάβει να διδάξει την εκπόνηση μιας τέτοιας εργασίας, όταν οι περισσότεροι εξ αυτών – εν μέρει δικαιολογημένα – έχουν να εκπονήσουν τέτοιες, από τότε που ήσαν φοιτητές. Όλο το εγχείρημα μοιάζει καταδικασμένο και ορισμένο για να λειτουργήσει ένα σύστημα συγγραφής τέτοιων εργασιών εξωσχολικά. Όταν, μάλιστα ακούστηκε ότι φέτος οι εργασίες αυτές δε θα ανατεθούν σε φιλολόγους, μαθηματικούς ή φυσικούς (προφανώς για να συμπληρωθούν οι ώρες των άλλων ειδικοτήτων), οπότε θυσιάζονται τα όποια προτερήματα στο βωμό μιας εντελώς ανούσιας οργανωτικής λογικής, είναι εύκολα αντιληπτό ότι «άνθρακες ο θησαυρός» και σ’ αυτή την περίπτωση.

Σε επιμέρους θέματα, οφείλουμε να εξετάσουμε, καταρχήν, την οπισθοδρομική αντίληψη της απόλυτης, πλέον, σύνδεσης του Λυκείου με την εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Ένα από τα πιο βασικά αιτήματα της Ελληνικής κοινωνίας ήταν η απαλλαγή της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης από το καθεστώς απαξίωσης που της επέβαλλε η στείρα σύνδεσή της με το εξεταστικοκεντρικό σύστημα εισαγωγής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Τη σημασία της αποσύνδεσης του Λυκείου από τις εισαγωγικές εξετάσεις επεσήμανε ακόμα και ο Συνήγορος του Πολίτη, με σχετική επιστολή που εστάλη στον Υπουργό. Με το νέο νόμο, λοιπόν η προσμέτρηση του βαθμού και των τριών τάξεων του Λυκείου στη διαμόρφωση του βαθμού πρόσβασης στις σχολές τριτοβάθμιας εκπαίδευσης καθιστά το μαθητή δέσμιο μιας μακρόχρονης και επώδυνης διαδικασίας προετοιμασίας για την είσοδό του στα Πανεπιστήμια, με ό, τι αυτό συνεπάγεται για την ψυχική και συναισθηματική του υγεία. Αν στα παραπάνω προσμετρήσουμε και την οικονομική αιμορραγία που θα υποστούν οι γονείς για να εξασφαλίσουν στα παιδιά τους όλες τις δυνατότητες πρόσβασης στις σχολές, αντιλαμβάνεται κανείς πόσο εκτός τόπου και χρόνου βρίσκονται ο Υπουργός και οι σύμβουλοί του.

Η ενδοσχολική διεξαγωγή των εξετάσεων στις δύο πρώτες τάξεις του λυκείου, έστω κι αν το 50% των θεμάτων θα είναι πανελλαδικά, δημιουργεί υπόνοιες για σημαντικές αποκλίσεις στους βαθμούς μεταξύ των διαφόρων σχολείων, καθηγητές που είναι πιο επιεικείς, καθηγητές ιδιωτικών σχολείων που «προπαγανδίζουν» την ποιότητα των μαθημάτων τους και της εκπαίδευσης που παρέχεται, μπορούν να αποτελέσουν παράγοντες σημαντικής απόκλισης στην κατάκτηση βαθμολογιών από τους μαθητές. Η πρόβλεψη, δε για διόρθωση των γραπτών – ακόμα και των πανελλαδικών θεμάτων – από τους διδάσκοντες καθηγητές των Λυκείων, καθιστά βέβαιη την απόκλιση αυτή, δημιουργεί δε συνθήκες «εξαγοράς» βαθμολογίας. Οι εξαιρέσεις καθηγητών άμεμπτων, αμερόληπτων που θα προάγουν την αξιοκρατία και θα είναι ιδιαίτερα προσηλωμένοι στο λειτούργημά τους, που σίγουρα υπάρχουν και θα υπάρξουν, απλώς θα επιβεβαιώσουν τον κανόνα του «Γιάννης κερνάει, Γιάννης πίνει».

Στο ζήτημα του υπολογισμού του Βαθμού Πρόσβασης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, σύμφωνα με το νομοσχέδιο, θα προσμετράται και ο Βαθμός Προαγωγής και Απόλυσης (ΒΠΑ), δηλαδή οι βαθμοί που εξασφαλίζουν οι μαθητές σε όλες τις τάξεις του λυκείου. Ο νόμος προβλέπει έναν μάλλον σύνθετο τρόπο υπολογισμού, που έχει την εξής ιδιομορφία: είτε ο μαθητής καταφέρει να γράψει καλύτερα στις εξετάσεις από το βαθμό που εξασφάλισε και στις τρεις τάξεις του Λυκείου, είτε δεν κατάφερε να εξασφαλίσει στις εξετάσεις παρόμοιο βαθμό με τον ΒΠΑ, ο βαθμός πρόσβασης για την τριτοβάθμια εκπαίδευση θα είναι μειωμένος. Αυτό συνιστά κατάφωρη αδικία για τον μαθητή, ειδικά γι’ αυτόν που έχει καταφέρει να γράψει πολύ καλά στις τελικές εισαγωγικές εξετάσεις.

Πολύ βασικό στοιχείο είναι και ο τρόπος που διαμορφώνεται το πρόγραμμα διδασκαλίας. Επ’ αυτού οι πιο χαρακτηριστικές παρατηρήσεις είναι οι εξής: 
από το πρόγραμμα απουσιάζει σχεδόν εξ ολοκλήρου το μάθημα της πληροφορικής, αφού δεν συναντάται ούτε ως μάθημα επιλογής (ειδικότερα ο προγραμματισμός). Ο τεχνολογικός αναλφαβητισμός, απόρροια μιας μάλλον απλοϊκής αντίληψης ότι τα μαθηματικά επαρκούν από μόνα τους για να μπορεί κανείς να εντρυφήσει στην επιστήμη της πληροφορικής και των νέων τεχνολογιών, δείχνει πόσο οπισθοδρομικό καταντά το νέο Λύκειο. Δε χρειάζεται να αποδεχτεί κανείς απόλυτα τη ρήση του Steve Jobs «πιστεύω πως όλοι οι άνθρωποι πρέπει να μάθουν να προγραμματίζουν έναν υπολογιστή, διότι μ’ αυτόν τον τρόπο μαθαίνουν να σκέφτονται», για να καταλάβει τις τραγικές συνέπειες της απαξίωσης των μαθημάτων αυτών.

Στο νέο Λύκειο δεν ετέθη καθόλου, έστω ως πιθανότητα με αρχικά πιλοτική εφαρμογή, η δυνατότητα αλλαγής του τρόπου δομής των θεμάτων εξέτασης. Αν εξαιρέσουμε ορισμένα αυστηρά γλωσσικά μαθήματα, σε όλα τα υπόλοιπα είναι αναγκαίο πλέον η δομή να βασίζεται στη λογική των ερωτήσεων κλειστού τύπου (πολλαπλής επιλογής, σωστού – λάθους κλπ), ώστε η διόρθωσή τους να γίνεται εύκολα από υπολογιστή και να σταματήσει να εξαρτάται η απόδοση των μαθητών στα γραπτά από αστείους και ανόητους παράγοντες, όπως η…καλλιγραφία και η παπαγαλία αποσπασμάτων.

Αξίζει, όμως – εκτός από όλα τα παραπάνω – να επιμείνει κανείς και στο εξής: εδώ και πολλά χρόνια έχει επισημανθεί η έλλειψη πραγματικής ιστορικής γνώσης, η απουσία πολιτισμικού βάθους και η απαξίωση της εθνικής μας ταυτότητας στη σχολική διαδικασία. Για τα θέματα αυτά, το νομοσχέδιο δεν προβλέπει, βέβαια τίποτε. 
Η Αρχαία Ελληνική Γραμματεία εξακολουθεί να διδάσκεται με τον πιο στείρο τρόπο που μπορεί κανείς να διανοηθεί (μόνο τα γραμματικά και συντακτικά φαινόμενα, καθώς και λίγη μετάφραση αποτελούν στοιχεία προς εξέταση), σαν να πρόκειται για τίποτε περισσότερο από μια νεκρή γλώσσα. 
Η ιστορία έχει καταντήσει απλή παπαγαλία δίχως ουσιαστικό αντίκρισμα στην υιοθέτηση βασικών εθνικών και πολιτισμικών αξιών που κρύβονται μέσα της. Ακόμα και το μάθημα της Ελληνικής γλώσσας διδάσκεται σαν να μας αρκεί που τα παιδιά μπορούν και διαβάζουν κόμιξ ή υπότιτλους σε κινηματογραφικές ταινίες! Επιπλέον, καμία ουσιαστική εκμάθηση της θρησκευτικής ιδιαιτερότητας και των αντίστοιχων παραδόσεων στο μάθημα των Θρησκευτικών (που η κατάπτυστη κυρία Ρεπούση έπιασε στο στόμα της). Το μάθημα της Φιλοσοφίας καθίσταται κενό γράμμα, δίχως οι μαθητές να αντιληφθούν ούτε τη σπουδαιότητα της ανθρώπινης φιλοσοφικής σκέψης, ούτε το μεγαλείο της Ελληνικής πνευματικής κουλτούρας και της πολιτικής σκέψης.

Με δεδομένα τα παραπάνω, μόνο ως κακό αστείο διαβάζεται η παράγραφος στο νομοσχέδιο 
που αναφέρεται στους σκοπούς του νέου Λυκείου: ούτε για εμβάθυνση σε επιμέρους γνωστικά πεδία μπορούμε να μιλάμε, 
ούτε για ισόρροπη γνωστική συναισθηματική, πνευματική και σωματική ανάπτυξη 
όλων των μαθητών, 
ούτε να ελπίζουμε στην καλλιέργεια 
της εθνικής, θρησκευτικής και πολιτισμικής μας κληρονομιάς.




Τομέας Εθνικού Μετώπου 
Παιδείας και Θρησκευμάτων


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου